συγγράφουσι

συγγράφουσι
συγγράφω
write
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
συγγράφω
write
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγγράφω — ΝΜΑ [γράφω] γράφω έργο σε πεζό λόγο, συνθέτω σύγγραμμα (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. συντάσσω κείμενο 2. (αμτβ.) είμαι συγγραφέας αρχ. 1. σημειώνω, καταγράφω 2. περιγράφω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”